- τορυνητός
- τορῡν-ητός, ή, όν,A stirred about, Cael.Aur. TP1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τορυνητός — ή, όν, Α [τορυνῶ] αναταραγμένος, ανακατεμένος … Dictionary of Greek